- κουρίων
- κουρίων, -ωνος ὁ (Α)(στη Ρώμη) ο αρχηγός μιας κουρίας ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τις πολιτικές και θρησκευτικές υποθέσεις της.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. curio].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουριῶν — κουρίας one who wears his hair short masc gen pl κουρίζω to be a youth fut part act masc nom sg (attic epic doric) κουριάω need clipping pres part act masc voc sg κουριάω need clipping pres part act neut nom/voc/acc sg κουριάω need clipping pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουρίων — Κούριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρίων — ἐπικουρέω to be an pres part act masc nom sg (doric) κούριος youthful masc/fem/neut gen pl κουριάω need clipping imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κουριάω need clipping imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουριώ — κουριῶ, άω (Α) 1. έχω ανάγκη από κούρεμα (α. «ὁ γοῡν πώγων μάλα τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», Λουκιαν. β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.) 2. έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ γένειον», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά +… … Dictionary of Greek
Σκριβώνιοι — (Scribonii). Οικογένεια Ρωμαίων πληβείων, οι οποίοι από την εποχή του Αύγουστου έγιναν πατρίκιοι. 1. Γάιος Κουρίων. Πολιτικός και στρατιωτικός (125 π.Χ. 53 π.Χ.). Διατέλεσε δήμαρχος το 90, ύπαρχος του Σύλλα στην Ελλάδα, ύπατος το 76 και ανθύπατος … Dictionary of Greek
κουρία — Υποδιαίρεση του ρωμαϊκού πληθυσμού και τόπος των συνελεύσεών του κατά τη ρωμαϊκή ιστορία. Η πρώτη οργάνωση του ρωμαϊκού λαού ήταν ο καταμερισμός των γενών σε τριάντα κ., οι οποίες με τη σειρά τους σχημάτιζαν τρεις φυλές. Ως βάση της κ. θεωρούσαν… … Dictionary of Greek
Μοισία — Ρωμαϊκή επαρχία του κάτω Δούναβη, που περιελάμβανε, στη μεγαλύτερη έκτασή της το έδαφος μεταξύ Αίμου στα Ν, Εύξεινου Πόντου στα Α, Δούναβη στα Β, των συνόρων της Δαλματίας και της Παννονίας στα Δ. Ονομάστηκε έτσι από τους Μοισούς, λαό θρακικής… … Dictionary of Greek